-
1 χρήματα
τὰ χρήματα, ατων имущество, деньги -
2 χρήματα
χρή̱ματα, χρῆμαneed: neut nom /voc /acc pl -
3 χρήματα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρήματα
-
4 χρήματα
-
5 χρήματα
diners -
6 χρήματα
паритеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > χρήματα
-
7 χρήματα
cashΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χρήματα
-
8 Τα χρήματα παν με τα χρήματα
– Ο βιός πάει στο βιό– Τα χρήματα παν με τα χρήματα• Деньги к деньгам• Деньга деньгу наживаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα χρήματα παν με τα χρήματα
-
9 αποσύρω χρήματα
-
10 Έχεις χρήματα, έχεις πατήματα
• Без денег человек бездельникИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχεις χρήματα, έχεις πατήματα
-
11 αγύριστα χρήματα: невозвращСнные деньги
[агиртис] ουσ. а. шарлатан, авантюристΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγύριστα χρήματα: невозвращСнные деньги
-
12 αγύριστα χρήματα: невозвращСнные деньги.
[агиртис] ουσ α шарлатан, авантюрист.Эллино-русский словарь > αγύριστα χρήματα: невозвращСнные деньги.
-
13 μαζεύω χρήματα
reunir diners -
14 μεταφέρθηκαν (πχ χρήματα σε λογαριασμό)
cе префрлениГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μεταφέρθηκαν (πχ χρήματα σε λογαριασμό)
-
15 μετρητά
(χρήματα)el diner comptant -
16 χρημα
- ατος τό [χράομαι I]1) вещь, предмет или дело (в переводе часто опускается или заменяется местоимением указательным или неопределенным, конкретным существительным и т.п.)σπουδαῖον χ. HH. — серьезное дело, важный вопрос;
εἴ τοι χ. ἄλλο γένοιτο Hes. — если с тобой что-л. случится, πρῶτον χρημάτων πάντων Her. прежде всех (других) дел, прежде всего;κινεῖν πᾶν χ. Her. — пустить в ход все;δεινὸν χ. ποιεῖσθαί τι Her. — считать нечто ужасным;κοῖόν τι χ. ἐποίησας ; Her. — что ты наделал?;ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν τινά Her. — посылать кого-л. без определенной цели;τί χ. ; Trag., Plat. — что такое?, что именно?;ὑὸς χ. μέγιστον Her. — громаднейший кабан;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Her. — буря была невыносимая;τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον ἀπέραντον! Arph. — что за нескончаемые ночи!;χ. θηλειῶν Eur. — женский пол, женщины;σοφόν τοι χρῆμ΄ ὥνθρωπος! Theocr. — ну и умное же создание - человек!;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plut. — удивительная женщина;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου Eur. — жизнь - штука (вещь) короткая2) в знач. множество, массаχ. πολλὸν νεῶν Her. — множество кораблей;
ὅσον τὸ χ. ἦλθε! Arph. — что за огромная толпа прибыла!;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. Xen. — несметное множество пращников3) pl. материальные блага, имущество, добро(χρήματα πατρώϊα Hom. и πατρῷα Aesch.; σκεύη καὴ χρήματα Thuc.; τρόβατα καὴ ἄλλα χρήματα Xen.; χρήματα καὴ κτήματα Isocr.)
οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες NT. — имущие, богачи;χρημάτων πένης Eur. — неимущий, бедный;χρημάτων κρείσσων или ἄδωρος Thuc. — бескорыстный, неподкупный4) преимущ. pl. деньги, средстваεἴρετο ἐπὴ κόσῳ ἂν χρήματι …οἱ δὲ ἐπ΄ οὐδενὴ ἔφασαν Her. — он спросил, за сколько денег …;
— они же ответили, что ни за какие деньги;ζημιοῦσθαι χρήμασι Plat. — подвергаться денежному штрафу;μήτε χρημάτων φειδόμενος μήτε πόνων Plat. — не щадя ни средств, ни трудов5) pl. товар(ы)(χρήματα ἐμπόρων Thuc.; τὰ χρήματα εἰς τὰ πλοῖα ἐνθέσθαι Xen.)
6) pl. долги(τὰ χρήματα διαλῦσαι Dem.)
7) pl. подати, налоги(χρημάτων εἰσφορά Plat.)
-
17 деньги
денег, деньгам, деньгами, о деньгах πλθ. χρήματα, λεφτά, παράς•медные χάλκινα νομίσματα•
бумажные деньги χαρτονομίσματα•
наличные деньги τα μετρητά (χρήματα)•
мелкие деньги τα ψιλά, τα λιανώματα•
большие деньги πολλά λεφτά, πολύ χρήμα•
быть при -ах έχω χρήματα, βρίσκομαι με χρήματα•
не при -ах δέν έχω χρήματα, πάσχω οικονομικά, δυσπραγώ.
εκφρ.на медные деньги – με μεγάλες οικονομικές δυσκολίες•играть на деньги – παίζω με χρήματα•играть не на деньги – δεν παίζω με χρήματα (χωρίς ενδιαφέρον)•деньги даваемые на чай, водку – το χαρτζιλίκι•у него денег куры не клюют – παρμ. αυτός κολυμπά (πλέει) στο χρήμα. -
18 χρῆμα
A need, in the phrase παρὰ χ. or παραχρῆμα (q. v.); a thing that one needs or uses, cf. X.Oec.1.9 sq. (pl.): hence in pl., goods, property (χρήματα λέγομεν πάντα ὅσων ἡ ἀξία νομίσματι μετρεῖται Arist.EN 1119b26
), Od.2.78, 203, al. (never in Il.), Hes.Op. 320, 407, etc.; of temple-treasures, heirlooms, etc., Mnemos. 57.208 (Argos, vi B. C.);τὰ ἱρὰ χ. τῆς Ἀθηναίης Hdt.2.28
, cf. 9.81;θησαυρούς.. ἄλλα τε χρύσεα ἄφατα χ. Id.7.190
;πολλῶν χ. ἐξαίρετον ἄνθος A.Ag. 954
;πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματακαὶ κτήματα κατασκευάζειν· ἔστι δὲ χ. μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κ. δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις Isoc.1.28
; ; πρόβατακαὶ ἄλλα χ. X.An.5.2.4
; τὰ ἀνδράποδα.. καὶ χρήματα τὰ πλεῖστα ἀπέδρα αὐτούς ib.7.8.12: prov., χρήματα ψυχὴ πέλεται.. βροτοῖσι a man's money is his life, Hes.Op. 686; χρήματ' ἄνηρ ' money makes the man', Alc.49, Pi.I.2.11; , cf. Ch. 135; alsoχρημάτων πένητες E.El.37
;τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu. 241
;χρήματα πορίζειν Id.Ec. 236
;ἄτιμοι ἦσαν τὰ σώματα, τὰ δὲ χ. εἶχον And.1.74
;χρημάτων ἥσσων Democr.50
;χρημάτων κρείσσων Th.2.60
; χρήμασι νικώμενος ibid.; χρημάτων ἀδωρότατος ib. 65;ἐλπίδα χρήμασιν ὠνητήν Id.3.40
; ;ζημιοῦσθαι χρήμασιν Id.Lg. 721b
; even of debts,διαλῦσαι τὰ χ. D.20.12
;δεθέντ' ἐπὶ χρήμασιν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ Id.24.168
.—Acc. to Poll.9.87 the [dialect] Ion. used also the sg. in this sense, and so we find, ἐπὶ κόσῳ ἂν χρήματι .. ; for how much money.. ? Answ. ἐπ' οὐδενί, Hdt.3.38; ταύτην (sc. τὴν χλανίδα) πωλέω μὲν οὐδενὸς χ. δίδωμι δὲ ἄλλως ib. 139; also in Thgn.197, χ. δ' ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται; in [dialect] Att., οὐδενὸς ἂν χ. δεξάμενοι at no price, And.2.4; and in later Prose, fund, sum of money, Arch. f. Religionswiss.10.211 (Cos, ii B. C.);τὸ πλῆθος τοῦ χ. D.S.13.106
, cf. Act.Ap.4.37, Luc.VH1.20; merchandise,Heraclit.
90, X.HG1.6.37, Th.3.74; property, substance, Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).II generally, thing, matter, affair, esp. in [dialect] Ep. and [dialect] Ion., h.Merc. 332, Hes.Op. 344, 402;χρημάτων ἄελπτον οὐδέν Archil. 74
;πάντων χ. δικαιότατον Mimn.8
;πρῶτον χρημάτων πάντων Hdt.7.145
; ἀντὶ πάντων χ. on every account, And.2.21; δεινότατον ἁπάντων χρημάτων ib.1; πᾶν χ. ἐκίνεε 'left no stone unturned', Hdt.5.96; τεκμαίρει χρῆμ' ἕκαστον 'deeds show the man', Pi.O.6.74;πάντων χ. μέτρον ἄνθρωπος Protag.1
; περαίνεται τὸ χ. the issue is being decided, Plu.Caes.47: pl., simply, things,ὁμοῦ πάντα χ. ἦν Anaxag.1
, cf. Pl.Cra. 440a, Euthd. 294d, Plot.4.2.1.2 χρῆμα is freq. expressed where it might be omitted,δεινὸν χ. ἐποιεῦντο Hdt.8.16
; οἷόν τι χ. ποιήσειε ib. 138; ἐς ἀφανὲς χ. ἀποστέλλειν ἀποικίην to send out a colony without any certain destination, Id.4.150; freq. in Trag., τί χρῆμα; = τί; what?τί χ. λεύσσω; A.Pr. 300
, Ch.10; or why? E.Alc. 512; so in gen., τοῦ χ. (sc. ἕνεκα); Ar.Nu. 1223;τί χ. δρᾷς; S.Aj. 288
, cf. Ph. 1231;τί χ. πάσχει; E. Hipp. 909
; τί δ' ἐστὶ χρῆμα; what is the matter? A.Ch. 885;πικρόν τί μοι δοκεῖ χ. εἶναι Pl.Grg. 485b
; , al.; μάλιστα χρημάτων most of anything, i. e. certainly, Anon.Oxy.1611.68 (iii A. D.); cf.χρέος 11.2
.3 used in periphrases to express something strange or extraordinary of its kind, ὑὸς χ. μέγα a huge monster of a boar, Hdt.1.36;ἦν τοῦ χειμῶνος χ. ἀφόρητον Id.7.188
; τὸ χ. τῶν νυκτῶν ὅσον what a business the nights are! Ar.Nu.2; λιπαρὸν τὸ χ. τῆς πόλεως what a grand city! Id.Av. 826, cf. Lys.83; κλέπτον τὸ χ. τἀνδρός a thievish sort of fellow, Id.V. 933;τὸ χ. τοῦ νοσήματος Id.Lys. 1085
; μακάριον.. λέγεις τυράννου χ. your tyrant-creature, Pl.R. 567e;χ. θαυμαστὸν γυναικός Plu.Ant.31
: without a gen.,ἔλαφον, καλόν τι χ. καὶ μέγα X.Cyr.1.4.8
; σοφόν τοι χρῆμ' ἄνθρωπος truly a clever creature is he! Theoc.15.83; κοῦφον χ. ποιητής ἐστιν καὶ πτηνὸν καὶ ἱερόν, of the poet, Pl. Ion 534b; χ. καλόν τι such a fine thing! Theoc.15.23; also in a periphrastic use, οὐδὲν χ. τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται cannot bend the elbow at all, Hp.Fract.42.b so, to express a great number or mass, as we say, a deal, a heap of.., πολλόν τι χ. τῶν τέκνων, χ. πολλὸν ἀρδίων, νεῶν, Hdt.3.109, 4.81, 6.43;χ. πολλόν τι χρυσοῦ Id.3.130
;σμικρὸν τὸ χ. τοῦ βίου E. Supp. 953
; ὅσον τὸ χ. παρνόπων what a lot of locusts! Ar.Ach. 150;ὅσον τὸ χ. τοῦ πλακοῦντος Id.Eq. 1219
;πολὺ χ. τεμαχῶν Id.Pl. 894
; τὸ χ. τῶν κόπων ὅσον what a lot of them! Id.Ra. 1278;τῶν λαμπάδων ὅσον τὸ χ. Id.Th. 281
; also of persons, χ. θηλειῶν womankind, E.Ph. 198;σφενδονητῶν πάμπολύ τι χ. X.Cyr.2.1.5
;μέγα χ. Λακαινᾶν Theoc.18.4
: without a gen., ὅσον τὸ χ. ἐπὶ δεῖπνον ἦλθε what a crowd.. ! Ar. Pax 1192. -
19 χρῆμα
χρῆμα, τό, eine Sache, die man braucht ( χράομαι), die nützt, deren man sich bedient, deren man bedarf; dah. im plur. Vermögen, Besitz, Geld, Hab u. Gut; oft in der Od. (in der Il. kommt es nicht vor), z. B. χρήματα κακῶς βεβρώσεται 2, 203, πολλὰ δ' ἄγειρα χρήματ' ἀν' Αἰγυπτίους ἄνρδας 14, 285; so Hes. u. Her.; χρήματ' ἀνήρ, Geld ist der Mann, macht den Mann, Pind. I. 2, 11, nie χρήματα ψυχὴ βροτοῖσιν, Geld ist dem Menschen das Leben, Hes. O. 688; πατρῴων χρημάτων δατήριοι Aesch. Spt. 693; κτήσια 980; αὖϑις ἔν τε χρήμασιν οἰκεῖ πατρῴοις Eum. 727; τυραννίδα ϑηρᾶν, ὃ πλήϑει χρήμασίν ϑ' ἁλίσκεται Soph. O. R. 542; χρημάτων πένητες Eur. El. 37; χρήματα πορίζειν, ταμιεύειν Ar. Eccl. 236 Lys. 495; κρείσσων χρημάτων Thuc. 2, 60; ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα Plat. Prot. 311 d; χρημάτων δημεύσεις, bonorum publicationes, 325 e; μήτε χρημάτων φειδομένους, μήτε πόνων Phaed. 78 a; ἀτιμίαις τε καὶ χρήμασι καὶ ϑανάτοις κολάζουσι Rep. VI, 492 d, u. öfter; Xen. Hell. 3, 5,3, u. oft im allgemeinen Sinne, Hab u. Gut; u. Sp., wie D. Sic. u. N. T.; vgl. Poll. 9, 87. – Was sich zuträgt, was stattfindet, Sache, Vorfall, Ereigniß; H. h. Merc. 332; Hes. O. 346. 404; πρῶτον χρημάτων πάντων, vor allen Dingen, Her. 7, 145; ἔα, τί χρῆμα Aesch. Prom. 298; τί δ' ἔστι χρῆμα Ch. 872; τί χρῆμα λεύσσω 10, was sehe ich? Und so oft nur Umschreibung des neutr. was, Etwas, τί χρῆμα δράσεις Soph. Phil. 1215, vgl. O. R. 1129 Ai. 781; κακὸν τὸ χρῆμα Phil. 1249; τί χρῆμα μαστεύουσα Eur. Hec. 754. – Mit dem gen. = Ding, Stück, ein Einzelnes aus einer ganzen Gattung mit Auszeichnung hervorhebend, μέγα συὸς χρῆμα, Her. 1, 36, ein großes Stück von einem Schweine, d. i. ein großes Schwein; ὑὸς χρῆμα μέγιστον Theocr. 18, 4; ἔλαφος, καλόν τι χρῆμα καὶ μέγα, ein großes und schönes Stück (Wild), Xen. Cyr. 1, 4,8; Pol. sagt auch μέγα τι γεγονέναι χρῆμα τὸν Ἀγαϑοκλέα, 12, 15, 8. – Aehnlich τοῦ χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Her. 7, 188; τὸ χρῆμα τῶν νυκτῶν ὅσον, wie lang ist die Nacht, Ar. Nubb. 2; τοσοῦτον χρῆμ' ὄχλου Eccl. 394; τὸ χρῆμα τῶν κόπων ὅσον Ran. 1276; ὅσον τὸ χρῆμα παρνόπων Ach. 150, was für eine Menge von Heuschrecken; πολὺ χρῆμα τεμαχῶν Plut. 894; καλὸν τὸ χρῆμα τιτϑίων Lys. 83; λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως, ein schönes Ding von Stadt, Av. 826; τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Lys. 1085; auch κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός Vesp. 933; ὅσον χρῆμα, welche Volksmenge, Pax 1185; u. so oft bei Her. von jeder Menge, großen Masse, πολλόν τι χρῆμα ὀφίων, χρῆμα πολλῶν ἀρδίων, νεῶν, eine große Menge Schlangen, Wurfspieße, Schiffe, 3, 109. 4, 81. 6, 43; χρῆμα πολλόν τι χρυσοῦ, eine große Menge Goldes, 3, 130; von Menschen, μέγα χρῆμα Λακαινᾶν Theocr. 18, 4; σφενδονητῶν πάμπολύ τι χρῆμα, eine ungeheure Menge von Schleuderern, Xen. Cyr. 2, 1,5; vgl. ἡ γῆ ἄγριόν τι χρῆμα καὶ ἄμορφον Luc. Prom. 12; μέγα χρῆμα πέτρας Arr. An. 4, 28, 1. – Uebh. als Umschreibung, πικρόν τί μοι δοκεῖ χρῆμα εἶναι, etwas Bitteres, Plat. Gorg. 485 b; ἡδὺ χρῆμ' ἂν εἴη τοῦ καλλίστου τῶν περὶ ἐπιστήμης λόγου Theaet. 209 e; κοῦφον γὰρ χρῆμα ποιητἡς ἐστι Ion 534 b; u. so auch Folgde. – Bei Her. 4, 150, ἐς ἀφανὲς χρῆμα ἀποστέλλειν ἀποικίην, nehmen es Einige = χρησμός, Orakelspruch, aber es ist auch hier = ἐς τὸ ἀφανές, auf's Ungewisse hin.
-
20 менять
менять αλλάζω· \менять место αλλάζω θέση* \менять одежду αλλάζω ρούχα· \менять деньги χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά (разменивать)' αλλάζω χρήματα (обменивать одну денежную единицу на другую) \меняться 1) αλλάζω 2) ( чём-л.) ανταλλάζω, κάνω ανταλλαγή* * *меня́ть ме́сто — αλλάζω θέση
меня́ть оде́жду — αλλάζω ρούχα
меня́ть де́ньги — χαλνώ χρήματα, κάνω ψιλά ( разменивать); αλλάζω χρήματα ( обменивать одну денежную единицу на другую)
См. также в других словарях:
χρήματα — χρή̱ματα , χρῆμα need neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ τὰ χρήματα φίλοι, ἀλλ’ δὲ φίλοι χρήματα εἰσίν. — См. Друг денег дороже … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
αγύρτης — Απατεώνας, ψεύτης, τσαρλατάνος, κομπογιαννίτης· αυτός που δεν έχει επάγγελμα και μόνιμη κατοικία, γυρίζει από μέρος σε μέρος και με τα λόγια, διάφορα γιατρικά και φίλτρα εξαπατά τους αφελείς και τους απλοϊκούς. Οι α., από το ρήμα αγείρω (= μαζεύω … Dictionary of Greek
εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
περιποιώ — περιποιῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. παρέχω, δίνω (α. «η παρουσία σας μάς περιποιεί μεγάλη τιμή» β. «σφόδρ ἄν Αρτεμισίαν πειραθῆναι περιποιῆσαι Ῥόδον αὐτῷ», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. (κυρίως το μέσ.) περιποιούμαι και περιποιέμαι α) παρέχω περιποίηση, εξυπηρετώ,… … Dictionary of Greek
χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… … Dictionary of Greek
ανάργυρος — η, ο (AM ἀνάργυρος, ον) 1. αυτός που δεν έχει χρήματα, αχρήματος, απένταρος 2. αυτός που δεν παίρνει χρήματα για τις υπηρεσίες που προσφέρει νεοελλ. (για υπηρεσίες) αυτός που παρέχεται χωρίς λήψη χρημάτων, που γίνεται δωρεάν αρχ. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek